- μητριαρχικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μητριαρχία.επίρρ...μητριαρχικάμε μητριαρχικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μητριαρχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.